Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκτάσσω
ἐκτατέον
ἐκτατικός
ἐκτατός
ἐκταφρεύω
ἐκτείνω
ἔκτεισις
ἔκτεισμα
ἐκτειχίζω
ἐκτειχισμός
ἐκτεκμαίρομαι
ἐκτεκνόω
ἐκτεκταίνομαι
ἐκτελέθω
ἐκτελειόω
ἐκτελείωσις
ἐκτελευτάω
ἐκτελέω
ἐκτελής
ἐκτέμνω
ἐκτένεια
View word page
ἐκτεκμαίρομαι
to be made out by guessing
ShortDef
to be made out by guessing
Debugging
Headword:
ἐκτεκμαίρομαι
Headword (normalized):
ἐκτεκμαίρομαι
Headword (normalized/stripped):
εκτεκμαιρομαι
IDX:
28007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28008
Key:
Data
{'content': 'to be made out by guessing'}