Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκταράσσω
ἔκτασις
ἐκτάσσω
ἐκτατέον
ἐκτατικός
ἐκτατός
ἐκταφρεύω
ἐκτείνω
ἔκτεισις
ἔκτεισμα
ἐκτειχίζω
ἐκτειχισμός
ἐκτεκμαίρομαι
ἐκτεκνόω
ἐκτεκταίνομαι
ἐκτελέθω
ἐκτελειόω
ἐκτελείωσις
ἐκτελευτάω
ἐκτελέω
ἐκτελής
View word page
ἐκτειχίζω
to fortify completely

ShortDef

to fortify completely

Debugging

Headword:
ἐκτειχίζω
Headword (normalized):
ἐκτειχίζω
Headword (normalized/stripped):
εκτειχιζω
IDX:
28005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28006
Key:

Data

{'content': 'to fortify completely'}