Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔκταξις
ἐκταρακτικός
ἐκτάραξις
ἐκταράσσω
ἔκτασις
ἐκτάσσω
ἐκτατέον
ἐκτατικός
ἐκτατός
ἐκταφρεύω
ἐκτείνω
ἔκτεισις
ἔκτεισμα
ἐκτειχίζω
ἐκτειχισμός
ἐκτεκμαίρομαι
ἐκτεκνόω
ἐκτεκταίνομαι
ἐκτελέθω
ἐκτελειόω
ἐκτελείωσις
View word page
ἐκτείνω
to stretch out

ShortDef

to stretch out

Debugging

Headword:
ἐκτείνω
Headword (normalized):
ἐκτείνω
Headword (normalized/stripped):
εκτεινω
IDX:
28002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28003
Key:

Data

{'content': 'to stretch out'}