Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκτανύω
ἔκταξις
ἐκταρακτικός
ἐκτάραξις
ἐκταράσσω
ἔκτασις
ἐκτάσσω
ἐκτατέον
ἐκτατικός
ἐκτατός
ἐκταφρεύω
ἐκτείνω
ἔκτεισις
ἔκτεισμα
ἐκτειχίζω
ἐκτειχισμός
ἐκτεκμαίρομαι
ἐκτεκνόω
ἐκτεκταίνομαι
ἐκτελέθω
ἐκτελειόω
View word page
ἐκταφρεύω
to dig trenches
ShortDef
to dig trenches
Debugging
Headword:
ἐκταφρεύω
Headword (normalized):
ἐκταφρεύω
Headword (normalized/stripped):
εκταφρευω
IDX:
28001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28002
Key:
Data
{'content': 'to dig trenches'}