Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκταμιεύομαι
ἐκτανύω
ἔκταξις
ἐκταρακτικός
ἐκτάραξις
ἐκταράσσω
ἔκτασις
ἐκτάσσω
ἐκτατέον
ἐκτατικός
ἐκτατός
ἐκταφρεύω
ἐκτείνω
ἔκτεισις
ἔκτεισμα
ἐκτειχίζω
ἐκτειχισμός
ἐκτεκμαίρομαι
ἐκτεκνόω
ἐκτεκταίνομαι
ἐκτελέθω
View word page
ἐκτατός
capable of extension

ShortDef

capable of extension

Debugging

Headword:
ἐκτατός
Headword (normalized):
ἐκτατός
Headword (normalized/stripped):
εκτατος
IDX:
28000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28001
Key:

Data

{'content': 'capable of extension'}