Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔκταμα
ἐκταμιεύομαι
ἐκτανύω
ἔκταξις
ἐκταρακτικός
ἐκτάραξις
ἐκταράσσω
ἔκτασις
ἐκτάσσω
ἐκτατέον
ἐκτατικός
ἐκτατός
ἐκταφρεύω
ἐκτείνω
ἔκτεισις
ἔκτεισμα
ἐκτειχίζω
ἐκτειχισμός
ἐκτεκμαίρομαι
ἐκτεκνόω
ἐκτεκταίνομαι
View word page
ἐκτατικός
given to lengthening

ShortDef

given to lengthening

Debugging

Headword:
ἐκτατικός
Headword (normalized):
ἐκτατικός
Headword (normalized/stripped):
εκτατικος
IDX:
27999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28000
Key:

Data

{'content': 'given to lengthening'}