Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανόμματος
ἄγανος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἀγανῶπις
ἀγάνωρ
ἀγάνωτος
ἀγάομαι
ἀγαπάζω
ἀγαπατός
ἀγαπάω
ἀγάπη
ἀγάπημα
Ἀγαπήνωρ
ἀγαπήνωρ
ἀγάπησις
View word page
ἀγάνωρ
proud
ShortDef
proud
Debugging
Headword:
ἀγάνωρ
Headword (normalized):
ἀγάνωρ
Headword (normalized/stripped):
αγανωρ
IDX:
279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-280
Key:
Data
{'content': 'proud'}