Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀασιφρονία
ἀασμός
ἀατήρ
ἄατος
ἄατος2
ἀάω
ἄβαγνα
ἀβαθής
ἄβαθρος
Ἄβαι
ἀβακέω
ἀβακής
ἀβάκιον
ἀβακίσκος
ἀβακοειδής
ἀβάκχευτος
ἀβακχίωτος
Ἀβάλας
ἄβαλε
ἀβαμβάκευτος
Ἄβαντες
View word page
ἀβακέω
to be speechless

ShortDef

to be speechless

Debugging

Headword:
ἀβακέω
Headword (normalized):
ἀβακέω
Headword (normalized/stripped):
αβακεω
IDX:
27
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28
Key:

Data

{'content': 'to be speechless'}