Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκτάδην
ἐκτάδιος
ἑκταῖος
ἔκτακτος
ἐκταλαιπωρέω
ἐκταλαντόομαι
ἔκταμα
ἐκταμιεύομαι
ἐκτανύω
ἔκταξις
ἐκταρακτικός
ἐκτάραξις
ἐκταράσσω
ἔκτασις
ἐκτάσσω
ἐκτατέον
ἐκτατικός
ἐκτατός
ἐκταφρεύω
ἐκτείνω
ἔκτεισις
View word page
ἐκταρακτικός
calculated to disturb

ShortDef

calculated to disturb

Debugging

Headword:
ἐκταρακτικός
Headword (normalized):
ἐκταρακτικός
Headword (normalized/stripped):
εκταρακτικος
IDX:
27993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27994
Key:

Data

{'content': 'calculated to disturb'}