Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκσωρεύω
ἐκταγή
ἐκτάδην
ἐκτάδιος
ἑκταῖος
ἔκτακτος
ἐκταλαιπωρέω
ἐκταλαντόομαι
ἔκταμα
ἐκταμιεύομαι
ἐκτανύω
ἔκταξις
ἐκταρακτικός
ἐκτάραξις
ἐκταράσσω
ἔκτασις
ἐκτάσσω
ἐκτατέον
ἐκτατικός
ἐκτατός
ἐκταφρεύω
View word page
ἐκτανύω
to stretch out
ShortDef
to stretch out
Debugging
Headword:
ἐκτανύω
Headword (normalized):
ἐκτανύω
Headword (normalized/stripped):
εκτανυω
IDX:
27991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27992
Key:
Data
{'content': 'to stretch out'}