Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκσῴζω
ἐκσωρεύω
ἐκταγή
ἐκτάδην
ἐκτάδιος
ἑκταῖος
ἔκτακτος
ἐκταλαιπωρέω
ἐκταλαντόομαι
ἔκταμα
ἐκταμιεύομαι
ἐκτανύω
ἔκταξις
ἐκταρακτικός
ἐκτάραξις
ἐκταράσσω
ἔκτασις
ἐκτάσσω
ἐκτατέον
ἐκτατικός
ἐκτατός
View word page
ἐκταμιεύομαι
dispense

ShortDef

dispense

Debugging

Headword:
ἐκταμιεύομαι
Headword (normalized):
ἐκταμιεύομαι
Headword (normalized/stripped):
εκταμιευομαι
IDX:
27990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27991
Key:

Data

{'content': 'dispense'}