Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκσχίζω
ἐκσῴζω
ἐκσωρεύω
ἐκταγή
ἐκτάδην
ἐκτάδιος
ἑκταῖος
ἔκτακτος
ἐκταλαιπωρέω
ἐκταλαντόομαι
ἔκταμα
ἐκταμιεύομαι
ἐκτανύω
ἔκταξις
ἐκταρακτικός
ἐκτάραξις
ἐκταράσσω
ἔκτασις
ἐκτάσσω
ἐκτατέον
ἐκτατικός
View word page
ἔκταμα
extent, length
ShortDef
extent, length
Debugging
Headword:
ἔκταμα
Headword (normalized):
ἔκταμα
Headword (normalized/stripped):
εκταμα
IDX:
27989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27990
Key:
Data
{'content': 'extent, length'}