Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκσφράγισμα
ἐκσχίζω
ἐκσῴζω
ἐκσωρεύω
ἐκταγή
ἐκτάδην
ἐκτάδιος
ἑκταῖος
ἔκτακτος
ἐκταλαιπωρέω
ἐκταλαντόομαι
ἔκταμα
ἐκταμιεύομαι
ἐκτανύω
ἔκταξις
ἐκταρακτικός
ἐκτάραξις
ἐκταράσσω
ἔκτασις
ἐκτάσσω
ἐκτατέον
View word page
ἐκταλαντόομαι
to be stripped of money

ShortDef

to be stripped of money

Debugging

Headword:
ἐκταλαντόομαι
Headword (normalized):
ἐκταλαντόομαι
Headword (normalized/stripped):
εκταλαντοομαι
IDX:
27988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27989
Key:

Data

{'content': 'to be stripped of money'}