Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκσφραγίζομαι
ἐκσφράγισμα
ἐκσχίζω
ἐκσῴζω
ἐκσωρεύω
ἐκταγή
ἐκτάδην
ἐκτάδιος
ἑκταῖος
ἔκτακτος
ἐκταλαιπωρέω
ἐκταλαντόομαι
ἔκταμα
ἐκταμιεύομαι
ἐκτανύω
ἔκταξις
ἐκταρακτικός
ἐκτάραξις
ἐκταράσσω
ἔκτασις
ἐκτάσσω
View word page
ἐκταλαιπωρέω
endure

ShortDef

endure

Debugging

Headword:
ἐκταλαιπωρέω
Headword (normalized):
ἐκταλαιπωρέω
Headword (normalized/stripped):
εκταλαιπωρεω
IDX:
27987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27988
Key:

Data

{'content': 'endure'}