Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκσφενδονάω
ἐκσφραγίζομαι
ἐκσφράγισμα
ἐκσχίζω
ἐκσῴζω
ἐκσωρεύω
ἐκταγή
ἐκτάδην
ἐκτάδιος
ἑκταῖος
ἔκτακτος
ἐκταλαιπωρέω
ἐκταλαντόομαι
ἔκταμα
ἐκταμιεύομαι
ἐκτανύω
ἔκταξις
ἐκταρακτικός
ἐκτάραξις
ἐκταράσσω
ἔκτασις
View word page
ἔκτακτος
detailed

ShortDef

detailed

Debugging

Headword:
ἔκτακτος
Headword (normalized):
ἔκτακτος
Headword (normalized/stripped):
εκτακτος
IDX:
27986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27987
Key:

Data

{'content': 'detailed'}