Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκσυρτικός
ἐκσύρω
ἐκσφενδονάω
ἐκσφραγίζομαι
ἐκσφράγισμα
ἐκσχίζω
ἐκσῴζω
ἐκσωρεύω
ἐκταγή
ἐκτάδην
ἐκτάδιος
ἑκταῖος
ἔκτακτος
ἐκταλαιπωρέω
ἐκταλαντόομαι
ἔκταμα
ἐκταμιεύομαι
ἐκτανύω
ἔκταξις
ἐκταρακτικός
ἐκτάραξις
View word page
ἐκτάδιος
outstretched, outspread

ShortDef

outstretched, outspread

Debugging

Headword:
ἐκτάδιος
Headword (normalized):
ἐκτάδιος
Headword (normalized/stripped):
εκταδιος
IDX:
27984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27985
Key:

Data

{'content': 'outstretched, outspread'}