Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκσυρίζω
ἐκσυρτικός
ἐκσύρω
ἐκσφενδονάω
ἐκσφραγίζομαι
ἐκσφράγισμα
ἐκσχίζω
ἐκσῴζω
ἐκσωρεύω
ἐκταγή
ἐκτάδην
ἐκτάδιος
ἑκταῖος
ἔκτακτος
ἐκταλαιπωρέω
ἐκταλαντόομαι
ἔκταμα
ἐκταμιεύομαι
ἐκτανύω
ἔκταξις
ἐκταρακτικός
View word page
ἐκτάδην
outstretched

ShortDef

outstretched

Debugging

Headword:
ἐκτάδην
Headword (normalized):
ἐκτάδην
Headword (normalized/stripped):
εκταδην
IDX:
27983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27984
Key:

Data

{'content': 'outstretched'}