Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκήρωτος
ἀκίβδηλος
ἀκίδιον
ἀκιδνός
ἀκιδοειδής
ἀκιδώδης
ἀκίθαρις
ἄκικυς
ἀκίναγμα
ἀκινάκης
ἀκινδυνί
ἀκίνδυνος
ἀκινδυνότης
ἀκινδυνώδης
ἀκινησία
ἀκινητέω
ἀκινητί
ἀκίνητος
ἀκίνινος
ἄκιος
ἀκιρός
View word page
ἀκινδυνί
without danger
ShortDef
without danger
Debugging
Headword:
ἀκινδυνί
Headword (normalized):
ἀκινδυνί
Headword (normalized/stripped):
ακινδυνι
IDX:
2796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2797
Key:
Data
{'content': 'without danger'}