Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκστατικός
ἐκστέλλω
ἐκστέφω
ἐκστραγγίζω
ἐκστρατεία
ἐκστράτευμα
ἐκστρατεύσιμος
ἐκστράτευσις
ἐκστρατεύω
ἐκστρατοπεδεύομαι
ἐκστρέφω
ἐκστροφή
ἐκστρόφια
ἐκστροφόω
ἐκστρώννυμι
ἐκσυριγγόομαι
ἐκσυρίζω
ἐκσυρτικός
ἐκσύρω
ἐκσφενδονάω
ἐκσφραγίζομαι
View word page
ἐκστρέφω
to turn out of, root up from
ShortDef
to turn out of, root up from
Debugging
Headword:
ἐκστρέφω
Headword (normalized):
ἐκστρέφω
Headword (normalized/stripped):
εκστρεφω
IDX:
27967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27968
Key:
Data
{'content': 'to turn out of, root up from'}