Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔκστασις
ἐκστατικός
ἐκστέλλω
ἐκστέφω
ἐκστραγγίζω
ἐκστρατεία
ἐκστράτευμα
ἐκστρατεύσιμος
ἐκστράτευσις
ἐκστρατεύω
ἐκστρατοπεδεύομαι
ἐκστρέφω
ἐκστροφή
ἐκστρόφια
ἐκστροφόω
ἐκστρώννυμι
ἐκσυριγγόομαι
ἐκσυρίζω
ἐκσυρτικός
ἐκσύρω
ἐκσφενδονάω
View word page
ἐκστρατοπεδεύομαι
to encamp outside

ShortDef

to encamp outside

Debugging

Headword:
ἐκστρατοπεδεύομαι
Headword (normalized):
ἐκστρατοπεδεύομαι
Headword (normalized/stripped):
εκστρατοπεδευομαι
IDX:
27966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27967
Key:

Data

{'content': 'to encamp outside'}