Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑκστάδιος
ἐκστάζω
ἐκστασιάζω
ἔκστασις
ἐκστατικός
ἐκστέλλω
ἐκστέφω
ἐκστραγγίζω
ἐκστρατεία
ἐκστράτευμα
ἐκστρατεύσιμος
ἐκστράτευσις
ἐκστρατεύω
ἐκστρατοπεδεύομαι
ἐκστρέφω
ἐκστροφή
ἐκστρόφια
ἐκστροφόω
ἐκστρώννυμι
ἐκσυριγγόομαι
ἐκσυρίζω
View word page
ἐκστρατεύσιμος
fit to take the field

ShortDef

fit to take the field

Debugging

Headword:
ἐκστρατεύσιμος
Headword (normalized):
ἐκστρατεύσιμος
Headword (normalized/stripped):
εκστρατευσιμος
IDX:
27963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27964
Key:

Data

{'content': 'fit to take the field'}