Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκσπονδος
ἐκσπονδυλίζω
ἔκσπουδος
ἑκστάδιος
ἐκστάζω
ἐκστασιάζω
ἔκστασις
ἐκστατικός
ἐκστέλλω
ἐκστέφω
ἐκστραγγίζω
ἐκστρατεία
ἐκστράτευμα
ἐκστρατεύσιμος
ἐκστράτευσις
ἐκστρατεύω
ἐκστρατοπεδεύομαι
ἐκστρέφω
ἐκστροφή
ἐκστρόφια
ἐκστροφόω
View word page
ἐκστραγγίζω
squeeze

ShortDef

squeeze

Debugging

Headword:
ἐκστραγγίζω
Headword (normalized):
ἐκστραγγίζω
Headword (normalized/stripped):
εκστραγγιζω
IDX:
27960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27961
Key:

Data

{'content': 'squeeze'}