Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκσποδιάζω
ἔκσπονδος
ἐκσπονδος
ἐκσπονδυλίζω
ἔκσπουδος
ἑκστάδιος
ἐκστάζω
ἐκστασιάζω
ἔκστασις
ἐκστατικός
ἐκστέλλω
ἐκστέφω
ἐκστραγγίζω
ἐκστρατεία
ἐκστράτευμα
ἐκστρατεύσιμος
ἐκστράτευσις
ἐκστρατεύω
ἐκστρατοπεδεύομαι
ἐκστρέφω
ἐκστροφή
View word page
ἐκστέλλω
to fit out, equip
ShortDef
to fit out, equip
Debugging
Headword:
ἐκστέλλω
Headword (normalized):
ἐκστέλλω
Headword (normalized/stripped):
εκστελλω
IDX:
27958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27959
Key:
Data
{'content': 'to fit out, equip'}