Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκσπεύδω
ἐκσπογγίζω
ἐκσποδιάζω
ἔκσπονδος
ἐκσπονδος
ἐκσπονδυλίζω
ἔκσπουδος
ἑκστάδιος
ἐκστάζω
ἐκστασιάζω
ἔκστασις
ἐκστατικός
ἐκστέλλω
ἐκστέφω
ἐκστραγγίζω
ἐκστρατεία
ἐκστράτευμα
ἐκστρατεύσιμος
ἐκστράτευσις
ἐκστρατεύω
ἐκστρατοπεδεύομαι
View word page
ἔκστασις
any displacement: entrancement, astonishment

ShortDef

any displacement: entrancement, astonishment

Debugging

Headword:
ἔκστασις
Headword (normalized):
ἔκστασις
Headword (normalized/stripped):
εκστασις
IDX:
27956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27957
Key:

Data

{'content': 'any displacement: entrancement, astonishment'}