Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκσπερματόω
ἐκσπεύδω
ἐκσπογγίζω
ἐκσποδιάζω
ἔκσπονδος
ἐκσπονδος
ἐκσπονδυλίζω
ἔκσπουδος
ἑκστάδιος
ἐκστάζω
ἐκστασιάζω
ἔκστασις
ἐκστατικός
ἐκστέλλω
ἐκστέφω
ἐκστραγγίζω
ἐκστρατεία
ἐκστράτευμα
ἐκστρατεύσιμος
ἐκστράτευσις
ἐκστρατεύω
View word page
ἐκστασιάζω
provoke sedition

ShortDef

provoke sedition

Debugging

Headword:
ἐκστασιάζω
Headword (normalized):
ἐκστασιάζω
Headword (normalized/stripped):
εκστασιαζω
IDX:
27955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27956
Key:

Data

{'content': 'provoke sedition'}