Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκσπερματίζω
ἐκσπερματόω
ἐκσπεύδω
ἐκσπογγίζω
ἐκσποδιάζω
ἔκσπονδος
ἐκσπονδος
ἐκσπονδυλίζω
ἔκσπουδος
ἑκστάδιος
ἐκστάζω
ἐκστασιάζω
ἔκστασις
ἐκστατικός
ἐκστέλλω
ἐκστέφω
ἐκστραγγίζω
ἐκστρατεία
ἐκστράτευμα
ἐκστρατεύσιμος
ἐκστράτευσις
View word page
ἐκστάζω
exude
ShortDef
exude
Debugging
Headword:
ἐκστάζω
Headword (normalized):
ἐκστάζω
Headword (normalized/stripped):
εκσταζω
IDX:
27954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27955
Key:
Data
{'content': 'exude'}