Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκσκευάζω
ἔκσκευος
ἔκσκηνος
ἐκσκορπισμός
ἐκσμάω
ἐκσοβέω
ἔκσπασις
ἐκσπαστέον
ἐκσπάω
ἐκσπένδω
ἐκσπερματίζω
ἐκσπερματόω
ἐκσπεύδω
ἐκσπογγίζω
ἐκσποδιάζω
ἔκσπονδος
ἐκσπονδος
ἐκσπονδυλίζω
ἔκσπουδος
ἑκστάδιος
ἐκστάζω
View word page
ἐκσπερματίζω
to ejaculate

ShortDef

to ejaculate

Debugging

Headword:
ἐκσπερματίζω
Headword (normalized):
ἐκσπερματίζω
Headword (normalized/stripped):
εκσπερματιζω
IDX:
27944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27945
Key:

Data

{'content': 'to ejaculate'}