Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκσήπομαι
ἐκσηπτόομαι
ἐκσιγάομαι
ἐκσιφωνίζω
ἐκσιωπάω
ἐκσκαλεύω
ἐκσκάπτω
ἐκσκαφή
ἐκσκεδάννυμι
ἐκσκευάζω
ἔκσκευος
ἔκσκηνος
ἐκσκορπισμός
ἐκσμάω
ἐκσοβέω
ἔκσπασις
ἐκσπαστέον
ἐκσπάω
ἐκσπένδω
ἐκσπερματίζω
ἐκσπερματόω
View word page
ἔκσκευος
without equipment, without mask

ShortDef

without equipment, without mask

Debugging

Headword:
ἔκσκευος
Headword (normalized):
ἔκσκευος
Headword (normalized/stripped):
εκσκευος
IDX:
27935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27936
Key:

Data

{'content': 'without equipment, without mask'}