Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκσεύομαι
ἐκσεύω
ἐκσηκόω
ἐκσημαίνω
ἐκσήπομαι
ἐκσηπτόομαι
ἐκσιγάομαι
ἐκσιφωνίζω
ἐκσιωπάω
ἐκσκαλεύω
ἐκσκάπτω
ἐκσκαφή
ἐκσκεδάννυμι
ἐκσκευάζω
ἔκσκευος
ἔκσκηνος
ἐκσκορπισμός
ἐκσμάω
ἐκσοβέω
ἔκσπασις
ἐκσπαστέον
View word page
ἐκσκάπτω
dig out

ShortDef

dig out

Debugging

Headword:
ἐκσκάπτω
Headword (normalized):
ἐκσκάπτω
Headword (normalized/stripped):
εκσκαπτω
IDX:
27931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27932
Key:

Data

{'content': 'dig out'}