Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκσαρκίζομαι
ἐκσαρκόω
ἐκσάρκωσις
ἐκσαρόω
ἐκσβέννυμι
ἐκσείω
ἐκσεύομαι
ἐκσεύω
ἐκσηκόω
ἐκσημαίνω
ἐκσήπομαι
ἐκσηπτόομαι
ἐκσιγάομαι
ἐκσιφωνίζω
ἐκσιωπάω
ἐκσκαλεύω
ἐκσκάπτω
ἐκσκαφή
ἐκσκεδάννυμι
ἐκσκευάζω
ἔκσκευος
View word page
ἐκσήπομαι
to be or become quite rotten
ShortDef
to be or become quite rotten
Debugging
Headword:
ἐκσήπομαι
Headword (normalized):
ἐκσήπομαι
Headword (normalized/stripped):
εκσηπομαι
IDX:
27925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27926
Key:
Data
{'content': 'to be or become quite rotten'}