Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκσαγηνεύω
ἐκσαλάσσω
ἐκσαλεύω
ἐκσαρκίζομαι
ἐκσαρκόω
ἐκσάρκωσις
ἐκσαρόω
ἐκσβέννυμι
ἐκσείω
ἐκσεύομαι
ἐκσεύω
ἐκσηκόω
ἐκσημαίνω
ἐκσήπομαι
ἐκσηπτόομαι
ἐκσιγάομαι
ἐκσιφωνίζω
ἐκσιωπάω
ἐκσκαλεύω
ἐκσκάπτω
ἐκσκαφή
View word page
ἐκσεύω
rush

ShortDef

rush

Debugging

Headword:
ἐκσεύω
Headword (normalized):
ἐκσεύω
Headword (normalized/stripped):
εκσευω
IDX:
27922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27923
Key:

Data

{'content': 'rush'}