Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔκρυσις
ἐκσαγηνεύω
ἐκσαλάσσω
ἐκσαλεύω
ἐκσαρκίζομαι
ἐκσαρκόω
ἐκσάρκωσις
ἐκσαρόω
ἐκσβέννυμι
ἐκσείω
ἐκσεύομαι
ἐκσεύω
ἐκσηκόω
ἐκσημαίνω
ἐκσήπομαι
ἐκσηπτόομαι
ἐκσιγάομαι
ἐκσιφωνίζω
ἐκσιωπάω
ἐκσκαλεύω
ἐκσκάπτω
View word page
ἐκσεύομαι
to rush out
ShortDef
to rush out
Debugging
Headword:
ἐκσεύομαι
Headword (normalized):
ἐκσεύομαι
Headword (normalized/stripped):
εκσευομαι
IDX:
27921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27922
Key:
Data
{'content': 'to rush out'}