Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔκροος
ἐκροφέω
ἔκρυθμος
ἐκρύομαι
ἐκρυπαρόω
ἐκρύπτω
ἔκρυσις
ἐκσαγηνεύω
ἐκσαλάσσω
ἐκσαλεύω
ἐκσαρκίζομαι
ἐκσαρκόω
ἐκσάρκωσις
ἐκσαρόω
ἐκσβέννυμι
ἐκσείω
ἐκσεύομαι
ἐκσεύω
ἐκσηκόω
ἐκσημαίνω
ἐκσήπομαι
View word page
ἐκσαρκίζομαι
have the flesh stripped off
ShortDef
have the flesh stripped off
Debugging
Headword:
ἐκσαρκίζομαι
Headword (normalized):
ἐκσαρκίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εκσαρκιζομαι
IDX:
27915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27916
Key:
Data
{'content': 'have the flesh stripped off'}