Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκήπευτος
ἀκηρασία
ἀκηράσιος
ἀκήρατος
ἀκήριος
ἀκήριος2
ἄκηρος
ἀκηρυκτεί
ἀκήρυκτος
ἀκήρωτος
ἀκίβδηλος
ἀκίδιον
ἀκιδνός
ἀκιδοειδής
ἀκιδώδης
ἀκίθαρις
ἄκικυς
ἀκίναγμα
ἀκινάκης
ἀκινδυνί
ἀκίνδυνος
View word page
ἀκίβδηλος
unadulterated, genuine

ShortDef

unadulterated, genuine

Debugging

Headword:
ἀκίβδηλος
Headword (normalized):
ἀκίβδηλος
Headword (normalized/stripped):
ακιβδηλος
IDX:
2787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2788
Key:

Data

{'content': 'unadulterated, genuine'}