Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκπυρηνισμός
ἐκπυριάω
ἔκπυρος
ἐκπυρόω
ἐκπυρσεύω
ἐκπύρωσις
ἐκπυρωτικός
ἐκπυρωτός
ἔκπυστος
ἐκπυτίζω
ἔκπωμα
ἐκπωματοποιός
ἐκραβδίζω
ἐκραίνω
ἐκραίω
ἐκραπίζω
ἐκρευματιστέον
ἐκρέω
ἐκρηγιάριος
ἔκρηγμα
ἐκρήγνυμι
View word page
ἔκπωμα
a drinking-cup, beaker

ShortDef

a drinking-cup, beaker

Debugging

Headword:
ἔκπωμα
Headword (normalized):
ἔκπωμα
Headword (normalized/stripped):
εκπωμα
IDX:
27876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27877
Key:

Data

{'content': 'a drinking-cup, beaker'}