Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκπυρηνίζω
ἐκπυρήνισις
ἐκπυρηνισμός
ἐκπυριάω
ἔκπυρος
ἐκπυρόω
ἐκπυρσεύω
ἐκπύρωσις
ἐκπυρωτικός
ἐκπυρωτός
ἔκπυστος
ἐκπυτίζω
ἔκπωμα
ἐκπωματοποιός
ἐκραβδίζω
ἐκραίνω
ἐκραίω
ἐκραπίζω
ἐκρευματιστέον
ἐκρέω
ἐκρηγιάριος
View word page
ἔκπυστος
discovered

ShortDef

discovered

Debugging

Headword:
ἔκπυστος
Headword (normalized):
ἔκπυστος
Headword (normalized/stripped):
εκπυστος
IDX:
27874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27875
Key:

Data

{'content': 'discovered'}