Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκπυράκτωσις
ἐκπυρηνίζω
ἐκπυρήνισις
ἐκπυρηνισμός
ἐκπυριάω
ἔκπυρος
ἐκπυρόω
ἐκπυρσεύω
ἐκπύρωσις
ἐκπυρωτικός
ἐκπυρωτός
ἔκπυστος
ἐκπυτίζω
ἔκπωμα
ἐκπωματοποιός
ἐκραβδίζω
ἐκραίνω
ἐκραίω
ἐκραπίζω
ἐκρευματιστέον
ἐκρέω
View word page
ἐκπυρωτός
heated
ShortDef
heated
Debugging
Headword:
ἐκπυρωτός
Headword (normalized):
ἐκπυρωτός
Headword (normalized/stripped):
εκπυρωτος
IDX:
27873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27874
Key:
Data
{'content': 'heated'}