Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκπυκτεύω
ἐκπυνθάνομαι
ἐκπυόω
ἐκπυράκτωσις
ἐκπυρηνίζω
ἐκπυρήνισις
ἐκπυρηνισμός
ἐκπυριάω
ἔκπυρος
ἐκπυρόω
ἐκπυρσεύω
ἐκπύρωσις
ἐκπυρωτικός
ἐκπυρωτός
ἔκπυστος
ἐκπυτίζω
ἔκπωμα
ἐκπωματοποιός
ἐκραβδίζω
ἐκραίνω
ἐκραίω
View word page
ἐκπυρσεύω
kindle, inflame
ShortDef
kindle, inflame
Debugging
Headword:
ἐκπυρσεύω
Headword (normalized):
ἐκπυρσεύω
Headword (normalized/stripped):
εκπυρσευω
IDX:
27870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27871
Key:
Data
{'content': 'kindle, inflame'}