Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκπύημα
ἐκπύησις
ἐκπυητικός
ἐκπυΐσκομαι
ἐκπυκτεύω
ἐκπυνθάνομαι
ἐκπυόω
ἐκπυράκτωσις
ἐκπυρηνίζω
ἐκπυρήνισις
ἐκπυρηνισμός
ἐκπυριάω
ἔκπυρος
ἐκπυρόω
ἐκπυρσεύω
ἐκπύρωσις
ἐκπυρωτικός
ἐκπυρωτός
ἔκπυστος
ἐκπυτίζω
ἔκπωμα
View word page
ἐκπυρηνισμός
squeezing out
ShortDef
squeezing out
Debugging
Headword:
ἐκπυρηνισμός
Headword (normalized):
ἐκπυρηνισμός
Headword (normalized/stripped):
εκπυρηνισμος
IDX:
27866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27867
Key:
Data
{'content': 'squeezing out'}