Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκπτώσσω
ἔκπτωτος
ἐκπυέω
ἐκπύημα
ἐκπύησις
ἐκπυητικός
ἐκπυΐσκομαι
ἐκπυκτεύω
ἐκπυνθάνομαι
ἐκπυόω
ἐκπυράκτωσις
ἐκπυρηνίζω
ἐκπυρήνισις
ἐκπυρηνισμός
ἐκπυριάω
ἔκπυρος
ἐκπυρόω
ἐκπυρσεύω
ἐκπύρωσις
ἐκπυρωτικός
ἐκπυρωτός
View word page
ἐκπυράκτωσις
burning

ShortDef

burning

Debugging

Headword:
ἐκπυράκτωσις
Headword (normalized):
ἐκπυράκτωσις
Headword (normalized/stripped):
εκπυρακτωσις
IDX:
27863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27864
Key:

Data

{'content': 'burning'}