Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔκπτωμα
ἔκπτωσις
ἐκπτώσσω
ἔκπτωτος
ἐκπυέω
ἐκπύημα
ἐκπύησις
ἐκπυητικός
ἐκπυΐσκομαι
ἐκπυκτεύω
ἐκπυνθάνομαι
ἐκπυόω
ἐκπυράκτωσις
ἐκπυρηνίζω
ἐκπυρήνισις
ἐκπυρηνισμός
ἐκπυριάω
ἔκπυρος
ἐκπυρόω
ἐκπυρσεύω
ἐκπύρωσις
View word page
ἐκπυνθάνομαι
to search out, make enquiry
ShortDef
to search out, make enquiry
Debugging
Headword:
ἐκπυνθάνομαι
Headword (normalized):
ἐκπυνθάνομαι
Headword (normalized/stripped):
εκπυνθανομαι
IDX:
27861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27862
Key:
Data
{'content': 'to search out, make enquiry'}