Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκπτύω
ἔκπτωμα
ἔκπτωσις
ἐκπτώσσω
ἔκπτωτος
ἐκπυέω
ἐκπύημα
ἐκπύησις
ἐκπυητικός
ἐκπυΐσκομαι
ἐκπυκτεύω
ἐκπυνθάνομαι
ἐκπυόω
ἐκπυράκτωσις
ἐκπυρηνίζω
ἐκπυρήνισις
ἐκπυρηνισμός
ἐκπυριάω
ἔκπυρος
ἐκπυρόω
ἐκπυρσεύω
View word page
ἐκπυκτεύω
box
ShortDef
box
Debugging
Headword:
ἐκπυκτεύω
Headword (normalized):
ἐκπυκτεύω
Headword (normalized/stripped):
εκπυκτευω
IDX:
27860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27861
Key:
Data
{'content': 'box'}