Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκπτύσσω
ἐκπτύω
ἔκπτωμα
ἔκπτωσις
ἐκπτώσσω
ἔκπτωτος
ἐκπυέω
ἐκπύημα
ἐκπύησις
ἐκπυητικός
ἐκπυΐσκομαι
ἐκπυκτεύω
ἐκπυνθάνομαι
ἐκπυόω
ἐκπυράκτωσις
ἐκπυρηνίζω
ἐκπυρήνισις
ἐκπυρηνισμός
ἐκπυριάω
ἔκπυρος
ἐκπυρόω
View word page
ἐκπυΐσκομαι
suppurate
ShortDef
suppurate
Debugging
Headword:
ἐκπυΐσκομαι
Headword (normalized):
ἐκπυΐσκομαι
Headword (normalized/stripped):
εκπυισκομαι
IDX:
27859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27860
Key:
Data
{'content': 'suppurate'}