Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔκπτυσις
ἐκπτύσσω
ἐκπτύω
ἔκπτωμα
ἔκπτωσις
ἐκπτώσσω
ἔκπτωτος
ἐκπυέω
ἐκπύημα
ἐκπύησις
ἐκπυητικός
ἐκπυΐσκομαι
ἐκπυκτεύω
ἐκπυνθάνομαι
ἐκπυόω
ἐκπυράκτωσις
ἐκπυρηνίζω
ἐκπυρήνισις
ἐκπυρηνισμός
ἐκπυριάω
ἔκπυρος
View word page
ἐκπυητικός
bringing to suppuration

ShortDef

bringing to suppuration

Debugging

Headword:
ἐκπυητικός
Headword (normalized):
ἐκπυητικός
Headword (normalized/stripped):
εκπυητικος
IDX:
27858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27859
Key:

Data

{'content': 'bringing to suppuration'}