Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκπρομολεῖν
ἐκπροπίπτω
ἐκπρόπτωσις
ἐκπρορέω
ἐκπροτιμάω
ἐκπροφαίνω
ἐκπροφέρω
ἐκπροφεύγω
ἐκπροχέω
ἐκπτερόομαι
ἐκπτερύσσομαι
ἐκπτήσσω
ἐκπτίσσω
ἐκπτοέω
ἔκπτυξις
ἔκπτυσις
ἐκπτύσσω
ἐκπτύω
ἔκπτωμα
ἔκπτωσις
ἐκπτώσσω
View word page
ἐκπτερύσσομαι
to spread the wings

ShortDef

to spread the wings

Debugging

Headword:
ἐκπτερύσσομαι
Headword (normalized):
ἐκπτερύσσομαι
Headword (normalized/stripped):
εκπτερυσσομαι
IDX:
27843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27844
Key:

Data

{'content': 'to spread the wings'}