Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκπρολείπω
ἐκπρομολεῖν
ἐκπροπίπτω
ἐκπρόπτωσις
ἐκπρορέω
ἐκπροτιμάω
ἐκπροφαίνω
ἐκπροφέρω
ἐκπροφεύγω
ἐκπροχέω
ἐκπτερόομαι
ἐκπτερύσσομαι
ἐκπτήσσω
ἐκπτίσσω
ἐκπτοέω
ἔκπτυξις
ἔκπτυσις
ἐκπτύσσω
ἐκπτύω
ἔκπτωμα
ἔκπτωσις
View word page
ἐκπτερόομαι
to be furnished with wings
ShortDef
to be furnished with wings
Debugging
Headword:
ἐκπτερόομαι
Headword (normalized):
ἐκπτερόομαι
Headword (normalized/stripped):
εκπτεροομαι
IDX:
27842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27843
Key:
Data
{'content': 'to be furnished with wings'}