Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκπροθεσμέω
ἐκπρόθεσμος
ἐκπροθρῴσκω
ἐκπροθυμέομαι
ἐκπροΐημι
ἐκπροίημι
ἐκπροικίζω
ἐκπροκαλέομαι
ἐκπροκαλέω
ἐκπροκρίνω
ἐκπρολείπω
ἐκπρομολεῖν
ἐκπροπίπτω
ἐκπρόπτωσις
ἐκπρορέω
ἐκπροτιμάω
ἐκπροφαίνω
ἐκπροφέρω
ἐκπροφεύγω
ἐκπροχέω
ἐκπτερόομαι
View word page
ἐκπρολείπω
to forsake, abandon

ShortDef

to forsake, abandon

Debugging

Headword:
ἐκπρολείπω
Headword (normalized):
ἐκπρολείπω
Headword (normalized/stripped):
εκπρολειπω
IDX:
27832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27833
Key:

Data

{'content': 'to forsake, abandon'}