Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔκπρισμα
ἐκπριστέον
ἐκπρίω
ἐκπροβάλλω
ἐκπροθεσμέω
ἐκπρόθεσμος
ἐκπροθρῴσκω
ἐκπροθυμέομαι
ἐκπροΐημι
ἐκπροίημι
ἐκπροικίζω
ἐκπροκαλέομαι
ἐκπροκαλέω
ἐκπροκρίνω
ἐκπρολείπω
ἐκπρομολεῖν
ἐκπροπίπτω
ἐκπρόπτωσις
ἐκπρορέω
ἐκπροτιμάω
ἐκπροφαίνω
View word page
ἐκπροικίζω
portion off

ShortDef

portion off

Debugging

Headword:
ἐκπροικίζω
Headword (normalized):
ἐκπροικίζω
Headword (normalized/stripped):
εκπροικιζω
IDX:
27828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27829
Key:

Data

{'content': 'portion off'}