Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκπρεμνίζω
ἐκπρέπεια
ἐκπρεπής
ἐκπρέπω
ἔκπρησις
ἐκπρίασθαι
ἔκπρισις
ἔκπρισμα
ἐκπριστέον
ἐκπρίω
ἐκπροβάλλω
ἐκπροθεσμέω
ἐκπρόθεσμος
ἐκπροθρῴσκω
ἐκπροθυμέομαι
ἐκπροΐημι
ἐκπροίημι
ἐκπροικίζω
ἐκπροκαλέομαι
ἐκπροκαλέω
ἐκπροκρίνω
View word page
ἐκπροβάλλω
expel
ShortDef
expel
Debugging
Headword:
ἐκπροβάλλω
Headword (normalized):
ἐκπροβάλλω
Headword (normalized/stripped):
εκπροβαλλω
IDX:
27821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27822
Key:
Data
{'content': 'expel'}