Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκηδία
ἀκηδιάω
ἀκήλητος
ἀκηλίδωτος
ἄκημα
ἀκήν
ἀκήπευτος
ἀκηρασία
ἀκηράσιος
ἀκήρατος
ἀκήριος
ἀκήριος2
ἄκηρος
ἀκηρυκτεί
ἀκήρυκτος
ἀκήρωτος
ἀκίβδηλος
ἀκίδιον
ἀκιδνός
ἀκιδοειδής
ἀκιδώδης
View word page
ἀκήριος
unharmed, harmless

ShortDef

unharmed, harmless
without heart: lifeless, heartless

Debugging

Headword:
ἀκήριος
Headword (normalized):
ἀκήριος
Headword (normalized/stripped):
ακηριος
IDX:
2781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2782
Key:

Data

{'content': 'unharmed, harmless'}